Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα έτριβε τα μάτια του αν αντίκριζε το ζωγραφικό έργο του Χ. Καγκαρά. Και η έκπληξη του θα μεταβάλλονταν σε απορία και ξεφάντωμα χαράς έπειτα, όταν θα κατάφερνε να πείσει τον εαυτό του, πως ό,τι έβλεπε, δεν ήταν έργο κάποιου ταλαντούχου ζωγράφου, αλλά φτιαγμένο από το συμπατριώτη του, το βοσκό Καγκαρά, που ζωγραφίζει από τα παιδικά του χρόνια, τοπία και αγριολούλουδα, και που σήμερα αναγνωρίζεται από ντόπιους και ξένους σαν μια από τις κρυφές εκείνες αυθεντίες της λαϊκής μας ζωγραφικής.
Τα ίδια συναισθήματα θα δοκιμάζανε και πολλοί από μας, που δεν συνηθίσαμε να βλέπουμε τέτοια θαύματα στον ξύπνο μας.
Παρά λίγο, όμως, κι ένας ακόμα Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, να πέρναγε στην αφάνεια, αν το έμπειρο μάτι κάποιου καλλιεργημένου ανθρώπου, δεν τύχαινε να συναντηθεί με το έργο του Καγκαρά, για να διαβλέψει σ"αυτό το λαϊκό εκείνο στοιχείο που γεννιέται αυθόρμητα στους λίγους, στους προικισμένους απ"τη φύση, και που τους δίνει υπόσταση όταν ωριμάσει αυτό το στοιχείο κι είναι έτοιμο να σπάσει τα δεσμά του για να βγει στην επιφάνεια σε μια δεδομένη στιγμή.
Αιτία για την ανακάλυψη του Καγκαρά στάθηκε το σπίτι κάποιου συχωριανού του, όπου ο αρχιτέκτονας Πάνος Νικολή Τζελέπης, είδε δυο μικρά του έργα που του έκαναν μεγάλη εντύπωση για το ρωμαλέο και αγνό λαϊκό τους ύφος και το απέριττο φωτεινό τους χρώμα.
Θέλοντας να γνωρίσει τον περίεργο αυτό τεχνίτη ο Τζελέπης, τράβηξε κατά τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας, τον πλησίασε κάπως απορημένος, του έδωσε γνωριμία κι ο Καγκαράς αναθαρρημένος του διηγήθηκε τις ατέλειωτες περιπέτειές του, καλλιτεχνικές και οικονομικές, και τον παρακάλεσε, να ιδεί τα έργα του. Στο μεταξύ, ο Καγκαράς, ενώ μιλούσε, συνέχιζε να ζωγραφίζει, λες και βιάζονταν να παραδώσει τον ατέλειωτο ακόμα πίνακα που είχε μπροστά του.
Ο Τζελέπης έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα πως ο αγροτοβοσκός αυτός είναι ένα εξαιρετικό ταλέντο, γιατί πρόσεξε τις λεπτές πινελιές, που σαν αέρινες δροσοσταλίδες δίνανε νόημα στο αντικείμενο, και που μόνο ένας γεννημένος καλλιτέχνης μπορεί να δώσει, αν μείνει παρθένος κι αχάλαστος απ'τη σπουδή και τη μανιέρα.
Η καλλιεργημένη φύση του αρχιτέκτονα συνεπάρθηκε περισσότερο όταν είδε συγκεντρωμένο το έργο του Καγκαρά στη καλύβα που είχε για εργαστήρι και κατοικία της μεγάλης φαμελιάς του. Όταν τον είδε να βάζει τις τελευταίες πινελιές σε μια αυτοπροσωπογραφία του, ένιωσε ρίγος από χαρά και πριν χάσει την στιγμιαία αυτήν εντύπωση του έκανε σεφτέ προσφέροντάς του μια καλή τιμή.
Ο Καγκαράς χάρηκε για τη γενναιόδωρη προσφορά του πελάτη του. Δεν είχε ως τα τότε πιάσει τέτοιο χαρτονόμισμα στα χέρια του. Κι ύστερα από λίγη σιωπή απολογήθηκε: "Γεννήθηκα στα 1920 στη Γρανίτσα της Ευρυτανίας και η απασχόλησή μου είναι τα χωράφια. Δεν είχα χρονίσει όταν έχασα τους γονιούς μου και μεγάλωσα σε ξένα χέρια. Από πέντε χρονών φυλάγω τα γίδια του χωριού μα κατάφερα να βγάλω και το Δημοτικό. Απ"την πρώτη κιόλας τάξη με φωνάζανε "ζωγράφο", γιατί στα βουνά που τριγύριζα έπαιρνα ξυλοκάρβουνα και ζωγράφιζα πάνω σε πέτρες, σε βράχια και σε κορμιά από δέντρα ό,τι μου άρεσε. Γύρισα, δουλεύοντας, αργότερα όλη την Ελλάδα, κι έφτασα και μέχρι τ" Άγιον Όρος. Μα δεν έμεινα ούτε εκεί και γύρισα στο χωριό μου, Ζωγράφιζα πίνακες με λουλούδια, τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την αγροτική ζωή κι έκανα ακόμα κι αγιογραφίες σε ξωκλήσσια, για λίγες δραχμές όλα.
Παντρεύτηκα κι αράδιασα έξι παιδιά και με τρώει ή έγνοια της ζήσης τους.
Όταν τέλειωσε ο Καγκαράς, συνέχισε ακόμα να κρατάει στα χέρια του το χαρτονόμισμα, σα να φοβόταν μη του ζητήσει τα ρέστα ο πελάτης του κι όταν ο ξένος έδειξε πως φεύγει, τόχωσε βιαστικά στην τσέπη του κι ένα πλατύ χαμόγελο σκορπίστηκε σ"όλο του το πρόσωπο.
Ο Τζελέπης ήταν πια σίγουρος πως ο άνθρωπος αυτός έχει ανάγκη από άμεση βοήθεια οικονομική, γιατί πρόσεξε τη φτώχεια που βασίλευε στο σπίτι του.
Έφερε τον Καγκαρά στην Αθήνα με καμιά εικοσαριά έργα του και του έκανε μια πρόχειρη έκθεση σ"ένα άδειο διαμέρισμα στην Πανεπιστημίου, όπου, προσκλήθηκαν φίλοι και συμπατριώτες του Καγκαρά να τα ιδούν. Φυσικά τα έργα πουλήθηκαν όλα σε μικρές τιμές κι ο Καγκαράς αναθάρρεψε με την οικονομική ενίσχυση που του έγινε. Παράτησε τη βοσκή, σαν πρώτο βήμα, κι αφοσιώθηκε στα δικά του χωράφια και στη ζωγραφική στο ύπαιθρο, που έμελλε να του ζωντανέψει το όνειρο της καλλιτεχνικής του προβολής.
Ολος ελπίδα, δουλεύει την τσάπα και το πινέλο, για τη μελλούμενη προκοπή του. Πότε πότε έρχεται στην Αθήνα να συναντήσει τον ευεργέτη του, που συνεχίζει να του στέλνει αγοραστές και τελικά εγκαταλείπει το σεισμόπληκτο σπίτι του για να εγκατασταθεί στη Λαμία, φτιάχνοντας δικό του εργαστήρι, στο σπίτι που νοίκιασε. Μετά την πρώτη του ανεπίσημη έκθεση που σχολιάστηκε ευνοϊκά, ο Καγκαράς παίρνει παραγγελίες απ"το Τζελέπη, τη Μυρτιώτισα, το λαογράφο Πάνο Βασιλείου, τον Δ. Πουρνάρα και το συγγραφέα Κουκίδη. Το καλοκαίρι του 1967 ο Τζελέπης ζητάει απ"το Καγκαρά να προετοιμαστεί για μια επίσημη έκθεση. Και το Γενάρη του 1968 ο Καγκαράς με 44 έργα του παίρνει μέρος στην πρώτη ατομική του έκθεση που οργανώθηκε απ"την Γκαλερί "Νέες Μορφές" και που είχε μεγάλη επιτυχία, γιατί πουλήθηκαν τα 41 απ"τα 44 έργα που είχε εκθέσει.
Στα 1969 ο Καγκαράς παίρνει μέρος στην Πανελλήνια Εκθεση, το 1970 του οργανώνεται μια δεύτερη ατομική έκθεση πάλι στις "Νέες Μορφές" και το 1971 παίρνει ξανά μέρος στην "Πανελλήνια".
Έτσι χάρη στη διαπεραστική ευαισθησία του μεγάλου φίλου του, ο Καγκαράς βγήκε απ"την αφάνεια, βοήθησε τη φαμελιά του να δει άσπρη μέρα και προστέθηκε στην ιστορία της λαϊκής μας τέχνης ένας ακόμα προικισμένος ασπούδαχτος ζωγράφος.
Η Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, η Αγροτική Τράπεζα, η Waggon Gallery και πολλές ιδιωτικές συλλογές στη Ν, Υόρκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, Παρίσι και Ιταλία, έχουν έργα του Καγκαρά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΑΤΟΥΡΑΣ
"Δώδεκα λαϊκοί ζωγράφοι", Αθήνα 1974